Περίπου 20 χιλιόμετρα δυτικά από το κέντρο της Θεσσαλονίκης βρίσκεται ο Άγιος Αθανάσιος, ένα χωριό με βαθιές ρίζες στην προσφυγική παράδοση. Η θέση του δεν είναι τυχαία, καθώς η περιοχή αποτελούσε από την αρχαιότητα έναν σημαντικό κόμβο που συνέδεε τη Χαλκιδική και την Ανατολική Μακεδονία με την υπόλοιπη Μακεδονία. Στους νεότερους χρόνους, ο οικισμός εντάχθηκε στο βασικό οδικό δίκτυο που ένωνε τη Θεσσαλονίκη με τη νότια Ελλάδα.
Ο Άγιος Αθανάσιος δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από πρόσφυγες που ήρθαν από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Οι πρώτοι κάτοικοί του προέρχονταν από 25 χωριά της Ανατολικής Θράκης και επτά χωριά κοντά στη Σμύρνη. Η εγκατάστασή τους ξεκίνησε το 1922, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και ολοκληρώθηκε το 1924. Ο νέος οικισμός δημιουργήθηκε σε μια έκταση 26.000 στρεμμάτων, γνωστή ως αγρόκτημα Βαρδάρ Καβακλί, η οποία αρχικά ανήκε σε Οθωμανό αξιωματούχο και στη συνέχεια πέρασε στα χέρια του Εβραίου εμπόρου Μαλλάχ. Μετά την απαλλοτρίωσή του από το ελληνικό κράτος, η περιοχή διατέθηκε στους πρόσφυγες, οι οποίοι έλαβαν επιπλέον 3.500 στρέμματα από τη Σίνδο.
Οι συνθήκες εγκατάστασης ήταν δύσκολες. Οι πρώτες οικογένειες, κυρίως από το Κερμένι της Ανατολικής Θράκης, βρήκαν προσωρινό καταφύγιο σε εγκαταλελειμμένα κτίσματα και αποθήκες του αγροκτήματος. Σταδιακά, μεταξύ 1923 και 1924, ο οικισμός επεκτάθηκε κατά μήκος του σημερινού δρόμου της λεωφόρου Αθηνών, με περισσότερες από 600 οικογένειες να εγκαθίστανται σε μια οργανωμένη πολεοδομική δομή που σχεδιάστηκε από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Το 1928, η απογραφή κατέγραψε 2.800 κατοίκους.
Η πίστη και οι παραδόσεις παρέμειναν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των προσφύγων. Ο παλαιότερος ναός της περιοχής, αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο, είχε ανεγερθεί από τους χριστιανούς εργάτες του τσιφλικιού τον 19ο αιώνα. Οι πρώτες θρησκευτικές τελετές των προσφύγων τελούνταν εκεί, καθώς και σε ένα μικρό εκκλησάκι προς τιμήν της Αγίας Άννας, μέχρι το 1934, όταν ανεγέρθηκε η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Το 1980, ο παλιός ναός κατεδαφίστηκε για να κατασκευαστεί ο σημερινός μεγαλοπρεπής ναός.
Η ονομασία του οικισμού προκάλεσε διχογνωμίες μεταξύ των κατοίκων, καθώς κάθε ομάδα προσφύγων επιθυμούσε να αποδώσει φόρο τιμής στην ιδιαίτερη πατρίδα της. Ανάμεσα στις προτάσεις ήταν τα ονόματα Νέα Πέτρα, Νέα Μεσσήνη και Νέα Σκόπελος, όμως τελικά επικράτησε το όνομα «Άγιος Αθανάσιος», που αρχικά προοριζόταν για έναν γειτονικό οικισμό. Το 1928, ο Γενικός Διοικητής Θεσσαλονίκης, Αχιλλέας Καλεβράς, πήρε την τελική απόφαση.
Οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, δημιουργώντας μια ζωντανή και αναπτυσσόμενη κοινότητα. Η δεκαετία του 1930 σηματοδοτήθηκε από τη δημιουργία των πρώτων αγροτικών συνεταιρισμών, ενώ, παρά τις δυσκολίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου, ο οικισμός γνώρισε σημαντική ανάπτυξη μετά το 1950. Στη συνέχεια, στις δεκαετίες του 1970 και 1980, η περιοχή εξελίχθηκε ραγδαία, αποκτώντας σύγχρονες υποδομές και εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στις μέρες μας, ο Άγιος Αθανάσιος αποτελεί μια ακμάζουσα κωμόπολη με σχολεία, εμπορικά καταστήματα και πολιτιστικούς συλλόγους που διατηρούν ζωντανές τις παραδόσεις. Από την προσφυγική εγκατάσταση έως τη σύγχρονη ανάπτυξή του, η ιστορία του οικισμού αποτυπώνει την αντοχή και την προσαρμοστικότητα των ανθρώπων του, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για τις νέες γενιές.